Καμβύση

Καμβύση
Καμβύσης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Καμβύσης
masc acc sg (attic epic doric)
Καμβύσης
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καμβύσῃ — Καμβύσης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Άτοσσα — Όνομα Περσίδων, που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. 1. Κόρη του Κύρου, αδελφή και σύζυγος του Καμβύση, και κατόπιν του Ψευδοσμέρδη και του Δαρείου του Υστάσπους. Από τον τελευταίο απέκτησε γιο, τον Ξέρξη, που ηττήθηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνος …   Dictionary of Greek

  • Γαυμάτας — (; – 521 π.Χ.). Πέρσης ηγεμόνας. Ήταν αδελφός του μάγου Πατιζείθη, ο οποίος ανέλαβε την περίοδο της απουσίας του Καμβύση τη διοίκηση των ανακτόρων και αναγόρευσε τον αδελφό του Γ. βασιλιά, διαδίδοντας στον λαό ότι πρόκειται για τον νεότερο αδελφό …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Οτάνης — Όνομα διαφόρων προσωπικοτήτων της αρχαίας Περσίας. 1. Γιος του Φαρνάσπη και πατέρας της Φαιδύμης, συζύγου του βασιλιά της Περσίας Καμβύση. Όταν πληροφορήθηκε από την κόρη του ότι ο νέος βασιλιάς, μετά τον θάνατο του Καμβύση, δεν ήταν ο γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Σμέρδις — Γιος του Κύρου και νεώτερος αδελφός του Καμβύση. Όταν ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με το Σ., αποφάσισε να στείλει τον αδελφό του πίσω στην Περσία. Οταν ο Σ. έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο του ότι ήρθε ένας αγγελιοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”